σκαλμός

σκαλμός
(I)
ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν
ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο τής οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί
νεοελλ.
1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού Synodus saurus
2. φρ. α) «δίκρανος [ή δικρανωτός] σκαλμός»
ναυτ. μεταλλικός σκαλμός τού οποίου το άνω άκρο, που εξέχει, καταλήγει σε διχάλα μέσα στην οποία στηρίζεται και περιστρέφεται το κουπί κατά την κωπηλασία
β) «σκαρμοί τής πόστας»
ναυτ. οι σταμίνες πλοίου
αρχ.
φρ. «σκαλμὸς θρανίτης» — κάθισμα ερετών, κωπηλατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που αναφέρεται στην τεχνική κατασκευής τών κουπιών και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα *skl- τής ΙΕ ρίζας *(s)kel- «κόβω» (βλ. και λ. σκάλλω) με κατάλ. -μός. Η λ. φαίνεται να συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που δηλώνουν, επίσης, εργαλεία
πρβλ. αρχ. νορβ. skalm «αιχμή δικράνου», ολλ. schalm «λεπτή σανίδα», αγγλ. helm «λαβή πηδαλίου». Ο νεοελλ. τ. σκαρμός με ανομοιωτική τροπή τού -λ- σε -ρ-].
————————
(II)
ὁ, Α [σκάλλω]
το σκάλισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκαλμός — σκαλμός, ο και σκαρμός, ο κυλινδρικός πάσσαλος στην κουπαστή της βάρκας που συγκρατεί το κουπί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαλμός — pin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμοῖς — σκαλμός pin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμοῖσι — σκαλμός pin masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμοῖσιν — σκαλμός pin masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμοί — σκαλμός pin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμοῦ — σκαλμός pin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμούς — σκαλμός pin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμῷ — σκαλμός pin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλμόν — σκαλμός pin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”